- τσακμάκι
- briquet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
τσακμάκι — το, Ν 1. κομμάτι χάλυβα το οποίο προστρίβεται πάνω σε πυριτόλιθο και παράγει σπινθήρες οι οποίοι μεταδίδονται σε φιτίλι 2. συνεκδ. αναπτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cakmak] … Dictionary of Greek
τσακμάκι — το (λ. τουρκ.) 1. κομμάτι από ατσάλι που τρίβεται σε πυρίτη λίθο και παράγει σπινθήρες που μεταδίδονται σε ίσκα. 2. αναπτήρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσακμακίζω — Ν [τσακμάκι] 1. ανάβω με τσακμάκι 2. σπιθίζω, αστράφτω, στραφταλίζω … Dictionary of Greek
πυρεκβόλος — ο / πυρεκβόλος, ον, ΝΑ αυτός που εκπέμπει ή παράγει φωτιά («πυρεκβόλος λίθος» η τσακμακόπετρα) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πυρεκβόλο τεμάχιο πυρολίθου και τεμάχιο χάλυβα με την τριβή τών οποίων παράγονται σπινθήρες φωτιάς, αναπτήρας, τσακμάκι αρχ … Dictionary of Greek
πυριόβολο — και πριόβολο, το, ή πριόβολος, ο, Ν ελλειψοειδές τεμάχιο χάλυβα, το οποίο με τριβή σε πυρόλιθο παράγει σπινθήρες, τσακμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλος. Πρόκειται για διαλ. τ. που υιοθετήθηκαν από την κοινή γλώσσα] … Dictionary of Greek
τσακμακόπετρα — η, Ν 1. η πέτρα τσακμακιού 2. η πέτρα κάθε αναπτήρα 3. κοινή ονομασία τού πυριτόλιθου, αλλ. στουρναρόπετρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακμάκι + πέτρα] … Dictionary of Greek